- ακατάραφτος
- -η, -ο και ακατάραφος [καταράφτω]αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων τουπαροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους.
Dictionary of Greek. 2013.